αποποιούμαι

αποποιούμαι
(ε) μετ.
1) отказываться, не принимать, отвергать, отклонять;

αποποιούμαι την βοήθεια — отвергать помощь;

2) отказывать (в просьбе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποποιούμαι" в других словарях:

  • αποποιούμαι — αποποιούμαι, αποποιήθηκα βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποποιούμαι — (AM ἀποποιοῡμαι, έομαι) 1. απομακρύνω από τον εαυτό μου κάτι, απορρίπτω 2. αρνούμαι να δώσω ή να πράξω κάτι 3. δεν δέχομαι κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀποποιοῦμαι — ἀποποιέω unmake pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανανεύω — (Α ἀνανεύω) νεύω προς τα επάνω, κινώ το κεφάλι (ή τα φρύδια) προς τα επάνω για δήλωση αρνήσεως, νεύω αρνητικά, αρνούμαι (αντίθ. τού κατανεύω) νεοελλ. δίνω πάλι σημεία ζωής αρχ. 1. αρνούμαι να κάνω κάτι 2. σηκώνω το βλέμμα μου, κοιτάζω επάνω 3.… …   Dictionary of Greek

  • αποστέργω — (ΑΜ ἀποστέργω) δεν δέχομαι κάτι, αποποιούμαι αρχ. 1. αποβάλλω την αγάπη, δεν αγαπώ πια 2. αντιπαθώ, σιχαίνομαι …   Dictionary of Greek

  • παραιτούμαι — ΑΜ παραιτοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ [αιτούμαι] νεοελλ. αφήνω, εγκαταλείπω κάτι στην τύχη του, τό παραμελώ, δεν ενδιαφέρομαι γι αυτό 2. φρ. «έχε με παραιτημένο» άφησε με ήσυχο, μην μέ ενοχλείς νεοελλ. μσν. υποβάλλω παραίτηση, εγκαταλείπω με τη θέλησή μου… …   Dictionary of Greek

  • υφαιρώ — ὑφαιρῶ, έω, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑπαιρέω, Α [αἱρῶ] 1. αποσπώ κάτι κρυφά και επιτήδεια, υποκλέπτω, λαθροχειρώ 2. αφαιρώ ένα ποσόν από το σύνολο στο οποίο ανήκει, μειώνω την αξία ή την ποσότητα ενός όλου αρχ. 1. κυριεύω κάποιον εσωτερικά («τοὺς δ ἄρ ὑπὸ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»